- κισταφόρος
- κιστᾱ-φόρος, ὁ,A one who bears it, CIG2052 (Apollonia in Thrace); cf.
κιστοφόρος 1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κιστοφόρος 1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κισταφόρος — κισταφόρος, ον (Α) κιστοφόρος* … Dictionary of Greek
κίστη — Καλάθι ή κιβώτιο κυλινδρικού σχήματος το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα. Η κ. ήταν κατασκευασμένη είτε από κλαδιά πλεγμένα μεταξύ τους είτε από ξύλο ή μέταλλο ή ελεφαντόδοντο. Χρησίμευε για τη φύλαξη λαχανικών, καρπών και άλλων τροφών … Dictionary of Greek
κισταφορώ — κισταφορῶ, έω (Α) [κισταφόρος] φέρω κίστη κατά τις μυστικές τελετές … Dictionary of Greek